μόρσα

μόρσα
η
ναυτ. βλ. μόρσος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καθέλκυση — Το σύνολο των εργασιών με τις οποίες το πλοίο μεταφέρεται από τη ναυπηγική κλίνη στο νερό. Το σκάφος δεν μετακινείται απευθείας πάνω στην κλίνη. Ανάμεσα σε αυτήν και στο σκάφος παρεμβάλλεται το λίκνο, ένα είδος μεγάλου έλκηθρου, του οποίου οι… …   Dictionary of Greek

  • τρίχεχος — ο, Ν ζωολ. γένος μεγαλόσωμων υδρόβιων θηλαστικών τής τάξης Σειρήνες, με 3 είδη, γνωστά με τις κοινές ονομασίες μόρσα και μανάτος, που συγκροτούν την οικογένεια τριχεχίδες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”